- αμφιδέα
- ἀμφιδέα, η (Α) συνήθ. στον πληθ. αἱ ἀμφιδέαι1. καθετί με το οποίο περιδένεται κάτι, το οποίο είναι δεμένο γύρω από κάτι, κρίκος, δακτύλιος, περιβραχιόνιο, βραχιόλι2. οι σιδερένιοι κρίκοι με τους οποίους προσαρμόζονταν και στηρίζονταν πάνω στους ρεζέδες τα φύλλα τής πόρτας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιδέω «περιδένω, δένω ολόγυρα»].
Dictionary of Greek. 2013.